φλόμιασμα

φλόμιασμα
το, Ν [φλομιάζω]
το αποτέλεσμα τού φλομιάζω, φλόμωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φλόμιασμα — το, ατος βλ. φλόμωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλόμωμα — φλόμωμα, το και φλόμιασμα, το, ατος 1. η νάρκωση, η αναισθητοποίηση. 2. το σκόρπισμα δυσοσμίας, το βρομοκόπημα: Με τέτοιο φλόμωμα δεν μπορείς να σταθείς εδώ ούτε ένα λεπτό. 3. το ζάλισμα από το πολύ κάπνισμα τσιγάρων: Καπνίζουν όλοι εδώ μέσα, πώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”